εἰνάλια — ἐνάλιος in neut nom/voc/acc pl (epic) εἰνάλιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰναλίας — εἰναλίᾱς , ἐνάλιος in fem acc pl (epic) εἰναλίᾱς , ἐνάλιος in fem gen sg (attic epic doric aeolic) εἰναλίᾱς , εἰνάλιος fem acc pl εἰναλίᾱς , εἰνάλιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰναλίαν — εἰναλίᾱν , ἐνάλιος in fem acc sg (attic epic doric aeolic) εἰναλίᾱν , εἰνάλιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνάλι' — εἰνάλια , ἐνάλιος in neut nom/voc/acc pl (epic) εἰνάλιε , ἐνάλιος in masc voc sg (epic) εἰνάλιαι , ἐνάλιος in fem nom/voc pl (epic) εἰνάλια , εἰνάλιος neut nom/voc/acc pl εἰνάλιε , εἰνάλιος masc voc sg εἰνάλιαι , εἰνάλιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek